- πρωτουργία
- ἡ, Α [πρωτουργός]η αρχική ενέργεια για την επιτέλεση ενός έργου ή η πρωταρχική κατασκευή ενός έργου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτουργικός — ή, όν, Α [πρωτουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτουργία, ο αρχικός … Dictionary of Greek